- γελοίασμα
- γελοίασμα, το (Μ) [γελοιάζω]το αστείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψιά — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «χαρά, γελοίασμα, παίγνια». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τον τ. ἑψία* «διασκέδαση, ψυχαγωγία», με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος] … Dictionary of Greek